- εἰσφαίνω
- εἰσφαίνω,A inform, f.l. in Philomnest. Hist.I.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισφαίνω — εἰσφαίνω (Α) 1. πληροφορώ, φανερώνω 2. παθ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek